- απαράμιλλος
- -η, -οεπίρρ. -α ανυπέρβλητος, ασύγκριτος: Είχε μιαν απαράμιλλη ανδρική ομορφιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαράμιλλος — η, ο (Μ ἀπαράμιλλος, η) [παράμιλλος] αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος … Dictionary of Greek
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
άταιρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει το αντίστοιχό του, που δεν έχει το ταίρι του, μονός 2. αυτός που δεν έχει σύντροφο στη ζωή του 3. ασύγκριτος, απαράμιλλος … Dictionary of Greek
άφθαστος — και άφταστος, η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο») 3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος 4.… … Dictionary of Greek
ανεφάμιλλος — η, ο ασύγκριτος, απαράμιλλος … Dictionary of Greek
ανυπέρβλητος — η, ο (Α ἀνυπέρβλητος, ον) 1. αξεπέραστος 2 απαράμιλλος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
απαραμίλλητος — ἀπαραμίλλητος, ον (Α) ο απαράμιλλος … Dictionary of Greek
ασύγκριτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Απόστολος εκ των Ο’. Σύμφωνα με την παράδοση, διετέλεσε επίσκοπος της Υρκανίας, η οποία βρίσκεται κοντά στην Κασπία. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Απριλίου. 2. Ο ιερομάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 19… … Dictionary of Greek
μοναδικός — ή, ό (ΑΜ μοναδικός, ή, όν) [μονάς] αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
παράμιλλος — ον, Α 1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος 2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄμιλλα] … Dictionary of Greek